- ὑπηρετική
- ὑπηρετικόςmenialfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπηρετικῇ — ὑπηρετικός menial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ … Dictionary of Greek
υπηρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον υπηρέτη ή τους υπηρέτες: Υπηρετικό προσωπικό. 2. αυτός που ταιριάζει σε υπηρέτη, δουλοπρεπής, δουλικός: Υπηρετική συμπεριφορά. 3. ο εξυπηρετικός, ο πρόθυμος για εκδουλεύσεις, ο συντελεστικός: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερκιδοποιική — κερκιδοποιϊκή, ἡ (Α) [κερκιδοποιός] η τέχνη να κατασκευάζει κάποιος κερκίδες, σαΐτες υφαντικής («ἡ κερκιδοποιικὴ ὑπηρετικὴ τῇ ὑφαντικῇ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek
Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… … Dictionary of Greek